ἀπολογῆται

ἀπολογῆται
ἀπολογέομαι
speak in defence
pres subj mp 3rd sg
ἀπολογέομαι
speak in defence
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)
ἀπολογέομαι
speak in defence
pres subj mp 3rd sg
ἀπολογέομαι
speak in defence
pres ind mp 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απολογητής — ο (θηλ. τρια, η) αυτός που απολογείται, που συνηγορεί για κάποιον οἱ Ἀπολογηταί οι χριστιανοί λόγιοι που αναλάμβαναν την υπεράσπιση του χριστιανισμού από την πολεμική των εχθρών του κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες …   Dictionary of Greek

  • БОНИС — [греч. Μπόνης] Констандинос Георгиос (5.06.1905, Астакос 1990), греч. патролог и богослов; д р философии Мюнхенского ун та, д р богословия Афинского ун та. Окончив в 1927 г. богословский фак т Афинского ун та, продолжил обучение в ун тах Брюсселя …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”